3.3

Η μικρή κάμαρα μύριζε αλκοόλ και καπνό. Με μια μαλακή κίνηση, ο Bob έσπρωξε από το στήθος του το κορμί της, που κύλησε σχεδόν αναίσθητο στο πλάι. Ανασηκώθηκε και με το ένα χέρι σκούπισε τις αλμυρές στάλες από τις βλεφαρίδες και το μέτωπο του. Πίσω από τις λεπτές κουρτίνες και τα ιδρωμένα τζάμια, άνθρωποι και αυτοκίνητα εξακολουθούσαν να πηγαινοέρχονται στο φρενήρη ρυθμό της πόλης του Παρισιού. Όχι, ο χρόνος δεν είχε σταθεί απόψε, ούτε για μια στιγμή. Συνέχισε να περνάει δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο, αφήνοντας πίσω του την αναπόφευκτη επίγνωση του εφήμερου που κρέμεται σαν καταδίκη ή ευλογία πάνω από τις εμπειρίες και τις αισθήσεις των θνητών, σκοτεινιάζοντας τις χαρές και απαλύνοντας τις λύπες.

Ώστε αυτός ήταν ο έρωτας των ανθρώπων. Το αλκοόλ. Ο καπνός. Το μελαμψό, λεπτό κορμί της που έκαιγε σαν σε πυρετό. Η ανάσα της που έβγαινε κοφτή, ανακατεμένη με μισές, ακατάληπτες λέξεις. Οι νωπές αναμνήσεις αυτών που εκτυλίχτηκαν μέσα την προηγούμενη ώρα ανακατεύονταν με παλιότερες. Mε τις αναμνήσεις μιας άλλης ζωής. Η Lucia. Που να βρισκόταν τώρα; Ένιωσε να ζαλίζεται. Σηκώθηκε βιαστικά και άρχισε να ντύνεται. Η μιγάδα τον κοίταξε πίσω από μισόκλειστα μάτια και κάτι σιγομουρμούρισε. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να τον σταματήσει ή να τον αποχαιρετίσει. Δεν ενδιαφερόταν. Ή δεν μπορούσε. Σε πέντε λεπτά δεν θα είχε σημασία. Ήδη δεν είχε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και σχεδόν τρέχοντας κατέβηκε τη βρώμικη σκάλα και χάθηκε στο λαβύρινθο των σκοτεινών δρόμων.