«Σκατά!!!» σκέφτηκε και συνέχισε να προχωράει μόνος του. Πάνε εφτά μήνες περίπου από τότε που είχε χάσει το σπαθί του. Ήξερε ότι οι ελπίδες να το ξαναβρεί πια ήταν ελάχιστες. Ήξερε επίσης πως ήταν θέμα χρόνου να τον εντοπίσουν. Ήξερε πως έπρεπε πια να μετράει αντίστροφα τα ηλιοβασιλέματα.
Στάθηκε για λίγο μέχρι να χαθεί εντελώς ο ήλιος από τα μάτια του. Η επίσκεψη του προ έξι μηνών στα "κεφάλια" της κινέζικης μαφίας όχι μόνο δε τον βοήθησε αλλά του δημιούργησε έναν ακόμα εχθρό. «Τι ηλίθιοι» ακόμα είχε τη γεύση της σάρκας τους στο στόμα του. «Αν σου είχαν δώσει πίσω το σπαθί δε θα χρειαζόταν να τους σκοτώσεις» είπε, δικαιολογώντας τον εαυτό του. «Δε γαμιούνται!»
Κάθισε σε ένα παγκάκι και ελευθέρωσε το μυαλό του από όλες τις σκέψεις. Προσπάθησε να θυμηθεί κάτι ευχάριστο, «η Lucia…»
Ένας ενοχλητικός θόρυβος διέκοψε τις σκέψεις του. «Σειρήνες» , ο ήχος από σειρήνες, πολλές σειρήνες. Ακουγόταν από παντού.
«Τι στο πούτσο έγινε πάλι?» μονολόγησε.
«Πόση ώρα είμαι εδώ?» παρατήρησε ότι είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Σηκώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται για ακόμη ένα βράδυ προς το μπαράκι, όπου θα έβρισκε τη συντροφιά της αγαπημένης του πια, τεκίλας. Ο θόρυβος από τις σειρήνες είχε αρχίσει να χάνεται σιγά σιγά. Καθώς προχώραγε με σκυφτό το κεφάλι και χαμένος στις σκέψεις του, κάτι τον σταμάτησε. Κάτι είδε με την άκρη του ματιού του. Κάτι γνώριμο. Κάτι οικείο.
Έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και τα μάτια του γούρλωσαν. «Lucia?». Δεν ήξερε τι να κάνει να χαρεί ή να φοβηθεί. Με μια κίνηση του χεριού του έσπασε τη βιτρίνα του καταστήματος. "Τί δουλεία έχει η Lucia στη τηλεόραση?". Αδιαφορώντας για τα κοψίματα και τον συναγερμό που χτυπούσε προχώρησε και δυνάμωσε την ένταση του ήχου σε μία από τις τηλεοράσεις.
«Με βάση τα στοιχεία της ταυτότητας, η εικονιζόμενη η οποία βρέθηκε διαμελισμένη ονομάζεται Lucia Torres και διέμενε στο δωμάτιο 209 με τον Jack Jeremaia, τα ίχνη του οποίου έχουν εξαφανιστεί. Ακόμη τρία άτομα έχουν τραυματιστεί ελαφριά. Μάρτυρες μιλάνε για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η Mari Verouna βρίσκεται έξω από το ξενοδοχείο Damremont. Mari… »
«ΑΚΙΝΗΤΟΣ» άκουσε μία φωνή. «LUCIΑ...» το μυαλό του άρχισε να θολώνει.«LUCIΑ... ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΕΝΗ...» το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. «ΑΚΙΝΗΤΟΣ» η φωνή επανέλαβε. « LUCIΑ...» πως…? το μέρος άρχισε να τον πνίγει. «ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΑΛΛΙΩΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩ» είπε πάλι η φωνή αυστηρά.
Σήκωσε την τηλεόραση, και αφού πρώτα έσπασε όλες τις υπόλοιπες συσκευές με αυτη, την πέταξε με μίσος προς τα έξω με αποτέλεσμα να προσγειωθεί στο καπώ του αυτοκινήτου τις ιδιωτικής ασφάλειας.
Ένα κάψιμο στο στομάχι του Bob, τον ανάγκασε να συνέλθει από το παραλήρημά του. Ακολούθησε ένας ακόμη πυροβολισμός. Αυτή τη φορά τον βρήκε στο αριστερό του χέρι. Μπροστά του είδε ένα αυτοκίνητο με ανοιχτές τις μπροστινες πόρτες, πίσω από τις οποίες κρυβόταν δύο άνθρωποι.
Άρχισε να κατευθύνεται κατ' απάνω τους. Με μια γρήγορη κίνηση έπιασε το κεφάλι αυτού που καθόταν από τη μέριά του οδηγού και γυρίζοντας το, του έσπασε το λαιμό, σχεδόν τον ξεκόλλησε. Γύρισε και κοίταξε τον άλλο, ο οποίος συνέχισε να τον πυροβολεί. Πήδηξε επάνω στον ουρανό του αυτοκίνητου αναγκάζοντας τον να βουλιάξει.
«Τι είσαι?» πρόλαβε να πει ο υπάλληλος της ιδιωτικής ασφάλειας. Τα μάτιατου Bob ήταν κατακόκκινα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν αλλοιωθεί. Σου έδινε την εντύπωση ότι το σώμα του ξέρναγε φλόγες. Τον άρπαξε από τα μαλλιά και η γροθιά του σφηνώθηκε μέσα στο κεφάλι του υπαλλήλου, μετατρέποντάς το σε μια μάζα από μυαλά, μάτια και κομμάτια από το κρανίο του.