«Ο ίδιος», απάντησε ο Torres .
«Τους εντοπίσαμε κ. Τοrres, μένουν αυτή τη στιγμή στο “Hotel Damremont” κοντά στη Μοντμάρτη. Θέλετε να τους πιάσουμε?»
Μία έκφραση ικανοποιησης σχηματιστηκε στο προσωπο του. Επιτελους! Τρεις μηνες ακαρπων ερευνων τερματιστηκαν με αυτό το τηλεφωνημα. Επιτέλους!
«Όχι, θα το χειριστώ προσωπικά το ζήτημα», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Είκοσι ώρες πιο μετά, ο Jack έστριβε τσιγάρο στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου χαζεύοντας τον ήλιο να δύει πάνω από τον τρούλο της εκκλησιάς της Sacre Coeur, ενώ η Lucia μπροστά από τον καθρέφτη του δωματίου χτένιζε τα υπέροχα μακριά μαλλιά της, όταν και χτύπησε η πόρτα.
«Ανοίγω εγώ», της είπε, και σηκώθηκε βαριεστημένα, «παράγγειλες τίποτα από το room service?»
Ανοίγοντας την πόρτα είδε την επιβλητική σιλουέτα του Torres να του χαμογελάει. Κοντά στα 2 μετρά, με ξυρισμένο κεφάλι και απεριποίητο μούσι, το σχεδόν φιλικό χαμόγελο ήταν η μονή παραφωνία στην κατά τα αλλά αγρία εμφάνιση του. Φόραγε ένα γκρι κοστούμι, μαύρα γυαλιά στα ματιά, ενώ στην πλάτη του ήταν περασμένη μια θήκη για αρχιτεκτονικά σχεδία.
Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, το χέρι του Τορες τον έπιασε από το λαιμό και τον σήκωσε 30 πόντους από το έδαφος.
«Γεια σου Jack. Mου έλειψες, το ξέρεις? », είπε, και τον εκσφενδόνισε με μεγάλη ευκολία στον απέναντι τοίχο, όπου για καλή του τύχη υπήρχε το κρεβάτι, στο οποίο και προσγειώθηκε πέφτοντας.
«Γεια σου πατερά» είπε η Lucia από την άλλη μεριά του δωματίου, «βλέπω μου έφερες το σπαθί. Ποσό ευγενικό από μέρους σου.»
«Ήρθα εδώ Lucia για σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Έχεις κάνει πολλές βλακείες, αλλά αυτή ήταν η μεγαλύτερη από όλες»
Αυτή χαμογέλασε. «Και έρχονται και μεγαλύτερες. Πίστεψε με.»
Ο Jack ζαλισμένος καθώς ήταν από τo χτύπημα δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε, το μονό που θυμόταν αργότερα, ήταν το δωμάτιο να γεμίζει από καπνό και την φωνή της Lucia να αντηχεί στο κεφάλι του
«Γρήγορα! Πάρε το σπαθί από την πλάτη του! Τον κρατάω ζαλισμένο προσωρινά. Πήγαινε στο “L’Etoile” στο κέντρο, θα έρθω να σε βρω»
Τρέχοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει, στα τυφλά μες στους καπνούς ο Jack άρπαξε τη θήκη από την πλάτη του Torres, και ίσα που πρόλαβε να αποφύγει τη γροθιά του ζαλισμένου δαίμονα πριν αυτή σκάσει στον τοίχο πίσω του ανοίγοντας μια επιβλητική τρυπά για τον διάδρομο.
Είναι ευρέως γνωστό ότι οι τοίχοι σπανίως νιώθουν κάτι, και σχεδόν ποτέ πόνο, όμως ο Jack θα ορκιζόταν ότι ακόμα και τα τούβλα πρέπει να πόνεσαν από την δύναμη της γροθιάς του Τοrres. Παρολαυτα δεν έκατσε να το σκεφτεί περισσοτερο, το θεώρησε αρκετά πιο σώφρον να το βάλει στα ποδιά αφήνοντας τους άλλους δυο να λύσουν τα οικογενειακά τους, από το να αρχίσει να αναρωτιέται για την ύπαρξη η όχι αισθήσεων στα οικοδομικά υλικά.
Η μέρα εκείνη έμελε να είναι από τις χειρότερες στην ιστορία του “Hotel Damremont”. Για την ακρίβεια ήταν και η τελευταία. Την επόμενη, οι εφημερίδες έγραφαν για το ξενοδοχείο που έγινε χωρίς προφανή λογο γιαπί, και για την γυναικά που έγινε , άγνωστο πώς , εντεκα διαφορετικά κομμάτια, από όσο τουλάχιστον μπόρεσαν να μετρήσουν οι αναγουλιασμένοι Γάλλοι αστυνομικοί.