3.6

Η δαιμονική αύρα κυρίευσε τον τζακ, ένιωσε παράλυτος δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τον έπιασε ένας βαθύς ύπνος και άρχισε να ονειρεύεται. Ταξίδεψε και βρέθηκε σε μία άγνωστη χώρα. Από ψηλά είδε ένα μοναχικό νησί καταμεσής σε μία απέραντη καταγάλανη θάλασσα. Στο κέντρο του υψώνονταν ένα ψηλό βουνό και στην κορυφή του είδε ένα τύμβο που άστραφτε στο φώς του ήλιου.
Ξύπνησε ιδρωμένος, άκουγε την ανάσα του βαριά, ταλαντεύτηκε και γυρνώντας πλάγια είδε την Λουσία. “Πως αισθάνεσαι” των ρώτησε. “Είδα ένα όνειρο” είπε ο τζακ και σταμάτησε. “Γνωρίζω τι είδες, βλέπω το ίδιο όνειρο συνέχεια. Το νησί που είδες υπήρχε πολύ παλιά πριν έρθουν τα μαύρα χρόνια και η εποχή της παρακμής, έχει θαφτεί πλέον στην άβυσσο των ωκεανών” απάντησε η Λουσία με ένα τόνο μελαγχολίας. “Πολλοί απο εμάς βλέπουν το ίδιο όνειρο αν και δεν γνωρίσουμε ακόμα τι σημαίνει.”

Ο Τζακ δεν αντέδρασε αλλά περίμενε την Λουσία να συνεχίσει.

“Σε αμέτρητες εποχές πριν από την δική μας ο πολιτισμός μας ήτανε διαφορετικός όπως και οι άνθρωποι. Τότε τα πράγματα ήτανε αγνά όπως καθετί που γεννιέται πριν τελικά φθαρθεί από το πέρασμα του χρόνου. Δεν υπήρχανε αρρώστιες και ούτε ο φόβος του θανάτου. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τον κόσμο και τις ιδιότητες του. Με την διαρκή αναζήτηση κατάφεραν να αποκτήσουν μαγικές δυνάμεις. Έφτιαξαν πολλά όμορφα πράγματα ασύλληπτα για την σημερινή εποχή. Για χιλιάδες χρόνια άκμασε εκείνος ο πολιτισμός μέχρι που έφτασε στο απόγειο της δόξας του. Τότε ήτανε που άρχισαν να ψάχνουν τρόπους να αποκτήσουν αθανασία. Άρχισαν να πειραματίζονται και έφτιαξαν έναν ιό, το χρυσό άνθος ονομάστηκε. Στην αρχή ενήργησε σαν ευεργετικό που ανέπτυξε τις δυνάμεις των ανθρώπων και μάκρυνε την διάρκεια της ζωής. ‘Όμως στην πορεία άλλαξε, μία μετάλλαξη, που εξαπλώθηκε σαν μορφή πανούκλας. Οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν και όσοι επιβίωναν δεν είχαν πια δυνάμεις. Δεν είχαν τίποτε που να θυμίζουν τον παλιό τους εαυτό.

Μα κάποιοι όμως αντιστάθηκαν δεν γνωρίζουμε πως, μερικοί διατήρησαν τις παλιές τους δυνάμεις όχι όμως όλες και ο καθένας κληρονόμησε διαφορετικές. Μέσα σε αυτήν την σύγχυση οι άνθρωποι ένιωσαν πλέον τον φόβο του θανάτου. Η παραφροσύνη και η τρέλα κυριάρχησε. Επικράτησε πανικός και με τους πολέμους ακολούθησαν τα μαύρα χρόνια. Ο κόσμος απειλήθηκε με εξαφάνιση.

Εκεί που όλα τελείωναν και ο κόσμος έφτανε στην δύση του εμφανίστηκε εκείνος. Κάποιοι λένε πως δεν ήτανε από αυτόν τον κόσμο και το χρυσό άνθος δεν τον μάρανε αλλά τον ενίσχυσε. Όμως δεν ήτανε μόνος. Γύρω του είχε τυλιγμένο ένα φίδι και τον επακολουθούσε ένα πλάσμα με την μορφή του Κέρβερου τον φύλακα του Άδη. Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί κατάφερε να σταματήσει τους πολέμους και συγκέντρωσε όλους τους εναπομείναντες που διατηρούσανε ακόμα την παλιά μορφή γύρω του. Τους έστειλε σε όλο τον κόσμο λέγοντας τους να μην ιδωθούν ποτέ. Τους είπε πως οι δυνάμεις τους θα κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά και θα έπρεπε να μείνουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Για την τύχη του κανείς δεν γνωρίζει. Άφησε όμως το σπαθί και μαζί με αυτό όλα του τα μυστικά. Μερικοί προφήτεψαν πως το σκοτάδι θα ξαναέρθει και το σπαθί για άλλη μια φορά θα μας σώσει.”