Κοίταξε εξεταστικά μέσα από τα κάγκελα. Οι τριανταφυλλιές ήταν προφανές πως δεν είχαν κλαδευτεί εδώ και αρκετό καιρό και το σύντομο δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδο του κτίσματος μέσα από τον κήπο είχε αρχίσει να χορταριάζει. «Οι ιδιοκτήτες πρέπει να απουσιάζουν», σκέφτηκε. Με δυο γρήγορες ματιές σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο για να τον δει και με μια αστραπιαία κίνηση εκσφενδόνισε το αναίσθητο κορμί πάνω από την πόρτα. Ο ήχος που έκανε καθώς σωριαζόταν στο χώμα σχεδόν τον έκανε να χαμογελάσει. Με ένα εκπληκτικό άλμα βρέθηκε και ο ίδιος το επόμενο δευτερόλεπτο στην εσωτερική πλευρά του φράχτη.
Το κρύο νερό που προσγειώθηκε (μαζί με τον κουβά που το περιείχε) στο σκονισμένο και ματωμένο μούτρο του Torres πέτυχε το σκοπό του, που φυσικά δεν ήταν να τον ξεπλύνει. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν ο Bob που τον κοίταζε με μάτια που άστραφταν από θυμό και λυσσασμένο μίσος. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα και μικρά κομμάτια γυαλιού ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά του. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο γρατζουνιές, αλλά οι δυο τεράστιοι λεκέδες αίματος στο πουκάμισο του τις έκαναν να φαίνονται αμελητέες. Ήταν προφανές πως ο νεαρός δαίμονας ήταν εκτός εαυτού και πως, αν αποφάσιζε να τον διαμελίσει με το σιδεροπρίονο που κράδαινε, δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά για να τον εμποδίσει. Τουλάχιστον όχι όσο ήταν τόσο εξαντλημένος και κρεμόταν ανάποδα από τον πολυέλαιο με τα χέρια του δεμένα πισω από την πλάτη. Η κλωτσιά στα πλευρά του σχεδόν τον έκανε να ξαναλιποθυμήσει από τον πόνο. Όχι, προς το παρόν ο Bob είχε το πάνω χέρι. Εξάλλου, με την πονηριά είχε πολύ περισσότερα να κερδίσει από ότι με τη δύναμη...
«Μίλα σκουλήκι! Πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Πού είναι το σπαθί μου;» το στόμα του Bob άφριζε καθώς μιλούσε. «Εσύ!» έκανε ο Torres με έκπληκτο και οργισμένο ύφος. «Ήταν παγίδα λοιπόν; Αυτή τη φορά τα καπρίτσια της ξεπέρασαν κάθε όριο!». Η δεύτερη κλωτσιά ήταν ακόμα πιο δυνατή. «Πού είναι το σπαθί;». Ο Bob ούρλιαξε σαν μανιακός. «Αφού το πήρατε ήδη. Γιατί δεν ρωτάς την κόρη μου και το άλλο κάθαρμα; Και, πραγματικά, ήταν ανάγκη να διαλύσετε όλο το ξενοδοχείο;» Έφτυσε το αίμα που είχε πλημμυρίσει το στόμα του. Ο Bob τον κοίταζε αποσβολωμένος συνειδητοποιώντας τη σημασία αυτών που άκουγε. «Για ποιόν μιλάς;» κατάφερε να ρωτήσει. «Για αυτόν τον υπάνθρωπο που ήταν μαζί της, τον Jack Jeremaia. Τελευταία φόρα που είδα το σπαθί σου ήταν στα δικά του χέρια – το είχε μόλις αρπάξει από την πλάτη μου. Παρεμπιπτόντως, για να συνεργάζεστε με τέτοια καθίκια προκειμένου να με εκδικηθείτε, έχετε πέσει πολύ πιο χαμηλά από ότι περίμενα. Πρόκειται για γνωστή φιγούρα του υποκόσμου.» Ο Bob στηρίχτηκε στον τοίχο για να μην πέσει. «Luigi…», ψέλλισε, «Η Lucia είναι νεκρή. Και τώρα ξέρω και ποιος ευθύνεται...»