Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πίσω του, δεν είδε κανένα και άρχισε να ξεφυσάει δυνατά. Ο Jack είχε τρέξει πάνω από δέκα τετράγωνα χωρίς να σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο και τώρα αισθανόταν το στήθος του να καίγεται απ’ την υπερπροσπάθεια να ξεφύγει από την κόλαση του Hotel Damremont.
Με σπαστά γαλλικά ρώτησε για το L’Etoile που του είχε πει η Lucia να βρεθούν και στην πέμπτη προσπάθεια βρήκε κάποιον που μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. ‘Μαλάκες σωβινιστές…’ σκέφτηκε.
Η διάθεση του έγινε όμως ακόμα χειρότερη όταν είδε το υπερπολυτελές bar-restaurant. Περίμενε κάτι πιο διακριτικό. Πέρασε βιαστικά τα στρογγυλά τραπεζάκια γεμάτα κόσμο καθισμένους στις φουτουριστικές ημισφαιρικές πολυθρόνες και κατευθύνθηκε στο bar.
Λίγο πιο πέρα στους λόφους της Μονμάρτης ο Bob έφτανε στο σημείο που κάποτε ήταν το ξενοδοχείο. Οι αστυνόμοι είχαν περικυκλώσει το μέρος και ο θηριώδης δαίμονας δεν είχε κέφι για επιπλέον τρυφερές συναναστροφές με σώματα ασφαλείας..
Οι αισθήσεις του ήταν σε πλήρη εγρήγορση, έψαχνε για κάποιο στοιχείο που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν που είχε κάνει κακό στην αγαπημένη του Lucia. Με την άκρη του ματιού του αναγνώρισε τον Torres που γεμάτος σκόνη και με τα ρούχα σκισμένα έψαχνε και αυτός με το βλέμμα του διακριτικά κάτι στα χαλάσματα.
Τον πλησίασε αθόρυβα από πίσω και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Μόλις τον είδε να απομακρύνεται στα στενά κατηφορικά δρομάκια μετά την Sacr Coeur γλίστρησε πίσω του και με μια απότομη κίνηση κατέβασε με δύναμη τον αγκώνα του ψηλά στην σπονδυλική του στήλη. Κράτησε τον Torres καθώς σωριαζόταν από τους ώμους και τον έσυρε στην είσοδο μιας μονοκατοικίας. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και πρόσφερε καλή κάλυψη. Ο Bob τη στιγμή εκείνη το μόνο που ένιωθε ήταν μίσος. Έπρεπε όμως να έχει καθαρή σκέψη. Ο μόνος τρόπος να την ξαναφέρει στη ζωή ήταν να την φέρει σε επαφή με σπαθί πριν περάσουν τρεις μέρες. Και θα το έκανε με κάθε κόστος.