2.7

Την ίδια περίπου ώρα, σε μια σκοτεινή γωνία ενός bar κοντά στις όχθες του Σηκουάνα, ένας άνδρας καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι και κοίταζε το παγακι να λιώνει μέσα σε ένα ποτήρι από φτηνή τεκίλα. Τρία χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Bob ήρθε στο Παρίσι. Κυνηγημένος από τους ομοίoυς του όταν αποφάσισε να τους εγκαταλείψει, ξένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Το μόνο που είχε θελήσει ήταν να ζήσει σαν άνθρωπος, το μόνο που είχε βρει ήταν η μοναξιά και ο φόβος.

«Ίσως είναι ανθρώπινο να αισθάνομαι μόνος» , σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά. «Και σίγουρα είναι ανθρώπινο το ότι θα πεθάνω». Πάνε τρεις μήνες από εκείνη την διάρρηξη στο σπίτι του, τρεις μήνες χωρίς το σπαθί. Αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκαν, και τότε θα ήταν ανίσχυρος απέναντι τους.

Τελείωσε με μια γουλιά την τεκίλα και βγήκε έξω. Του χρειαζόταν λίγη διασκέδαση.